- ἀποκρίναις
- ἀποκρί̱ναις , ἀποκρίνωset apartaor part act masc nom/voc sg (doric aeolic)ἀποκρί̱ναις , ἀποκρίνωset apartaor opt act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.